- θωρακισμός
- ο (ΑΜ θωρακισμός) [θωρακίζω]ο οπλισμός με θώρακα, το να θωρακίζει κανείς κάτι ή να θωρακίζεται ο ίδιος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θωρακισμός — arming with breastplates masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θωρακισμός — ο όπλιση με θώρακα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θωρακισμούς — θωρακισμός arming with breastplates masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θωρακισμόν — θωρακισμός arming with breastplates masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θωράκισμα — το, ατος θωρακισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)